βραδυτέρου

βραδυτέρου
βραδύς
slow
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιβράδυνση — η 1. η ελάττωση ταχύτητας, η τήρηση βραδύτερου ρυθμού (μικρότερης ταχύτητας). 2. (φυσ.), η ελάττωση της ταχύτητας σώματος που κινείται στη μονάδα του χρόνου. 3. χρονική καθυστέρηση, αργοπορία, αναβολή για κάποιο χρονικό διάστημα: Διαπιστώνεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”